χουσμέτι

χουσμέτι
το
(λ. τουρκ.), υπηρεσία, θέλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χουσμέτι — και χοσμέτι, το, Ν (διαλ. τ.) 1. μικρή εκδούλευση, θέλημα 2. δουλειά, υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hizmet] …   Dictionary of Greek

  • χοσμέτι — το, Ν βλ. χουσμέτι …   Dictionary of Greek

  • χουσμετιάρης — α, ικο, Ν αυτός που κάνει θελήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουσμέτι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”